Ο Έκτορας, λοιπόν, προς το λαμπρόν μέγαρον ξεκίνησε να πάει. Όμως δεν βρήκε την λευκοχέρα Ανδρομάχη και το βρέφος και ρώτησε τις κόρες:
Ω Έκτωρ, αλήθεια θα σου πω, καθώς προστάζεις, δεν πήγε στην συννυφάδα της ή ανδράδελφην καθόλου. Ούτε στον ναόν της Αθηνάς, όπου και άλλες είναι και εξιλεώνουν την τρομερήν θεάν. Στον πύργον έτρεξε όταν άκουσε μεγάλη νίκη των Αχαιών και συντιμμό των Τρώων και σαν φρενιασμένη θα έχει φθάσει στα τείχη εκείνη και κοντά της είναι η τροφός με το βρέφος αγκαλιά.
Ω κόρες, πείτε μου αλήθεια να μάθω, που είναι η λευκοχέρα Ανδρομάχη; Να βρει την συννυφάδα της ή ανδράδελφην επήγεν; Ή μήπως στον ναόν της Αθηνάς όπου και οι άλλες δέσποινες εκεί την τρομερήν θεάν εξιλεώνουν;
Και ως τ' άκουσε πετάχθηκε αμέσως ο Έκτωρ απ' το δώμα ξανά στους δρόμους τους λαμπρούς που πρώτα είχε περάσει και έφθασε, περνώντας την πολιτείαν στις Σκαιές πύλες και την στιγμή εκείνη εμπρός του επρόβαλεν η ασύγκριτη Ανδρομάχη, πολύδωρη συμβία του και του Αετίωνος κόρη, που βασίλευε στην Θήβα. Αυτή ήταν η γυνή του πολεμάρχου Έκτορος που τότε ήταν μαζί με την τροφόν κοντά της, που βαστούσε τον μονάκριβο γιο της, τον Εκτορίδη, που έμοιαζε με αστέρι, ή όπως αλλιώς τον φώναζε ο πατέρας του Σκαμάνδριον και Αστυάνακτα τα πλήθη που έλεγαν ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.
Και ο Έκτωρ χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του, ενώ από το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη εδάκρυσε και του είπε: