Κι όταν εκείνοι τρέχοντας ζύγωσαν μεταξύ τους ,ο κρανοσείστης Έκτορας πρώτος είπε.
Μη μου προσφέρεις σύμβασες,ω Έκτωρ μισητέ μου,ποτέ δεν γίνεται εμείς να αγαπηθούμε και όρκους δε θα κάνουμε πριν ο ένας πέσει μ'αίμα Άρη,χορταίνοντας τον μαχητή τον άγριο.Μα πια δεν έχεις γλιτωμό.
Εμπρός σου δεν θα φύγω τώρα πια σαν πριν δεν σε φοβάμαι τώρα η ψυχή μου θέλει αντίμαχα να σου σταθώ θα πέσεις ή θα πέσω.Δε θα χαλάσω εσένα άπρεπα,αν ο Δίας μου χαρίσει υπεροχή και πάρω την ψυχή σου αφού πάρω τα όπλα σου τα ξακουστά Πηλείδη.
Είπε και το μακρόσκιον του έρειξε κοντάρι.Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ
κι επέταξε από πάνω του το χάλκινο κοντάρι.Μέσα στο χώμα μπήχτηκε το άρπαξε η Παλλάδα και το έδωσε κρυφά στον Πηλείδη.
Είπε και το κοντάρι του έριξε δεν ξαστόχησε χτύπησε το κέντρο της ασπίδας μα πέρα χτύπησε αυτό θυμός τον συνεπήρε που η ριξιά του ξέφυγε
Είπε τότε ο Έκτωρ στον άψογο Πηλείδη
Δεν πέτυχες,ισόθεε Πηλείδη,μήτε ο Δίας σου είπε ακόμα ως έλεγες,το πότε θα αποθάνω μα φάνηκες πολυλογάς,να φοβηθώ,την δύναμη και αντρεία να ξεχάσω.Πιο ελαφρός θα ήταν ο πόλεμος για τους Τρώες αν εσύ χανόσουν.